- λογοθέσιον
- λογοθέσιον, τὸ (AM)βλ. λογοθέσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοθέσιον — λογοθέσιος accountant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… … Dictionary of Greek